-
1 νεῖκος
A quarrel, strife, feud,ν... ὄρωρεν Ἕκτορος ἀμφὶ νέκυι Il. 24.107
;ν. πρός τινα Hdt.8.87
;ν. κρεσσόνων ἀποθέσθαι Pi.O.10(11).39
, cf. N.6.51;τὸ ν. εὖ θέσθαι S.OT 633
; τὸ ν. ἐγκαλῶν imputing the blame of the quarrel, ib. 702;ν. θέσθαι Call.Iamb.1.202
.2 strife of words, railing, abuse,νεῖκος ἄριστε Il.23.483
;νείκει ὀνειδίζων 7.95
;ἐς νείκεα ἀπικέσθαι Hdt.9.55
.3 strife at law, dispute before a judge,κρίνων ν. πολλὰ δικαζομένων αἰζηῶν Od.12.440
, cf. Il.18.497; challenge to authority, Hdt.3.62.4 also in Hom. not seldom for battle, fight,ν. ὁμοίιον Il.4.444
, al.;ν. πολέμοιο 13.271
;ν. ὁμοιίου πολέμοιο Od.18.264
;ἔριδος μέγα ν. Il.17.384
;ν. φυλόπιδος 20.140
;πόλεμος καὶ ν. 12.361
;ἔριδες καὶ νείκεα 2.376
;πόνος καὶ ν. 12.348
;νείκεα καὶ δῆριν Hes.Op.33
;πόλεμος καὶ ν. Ar.V. 867
(anap.), cf. X. Cyn.1.17;νείκεα νεικεῖν Il.20.251
; of hostilities between whole nations,νεῖκος πρὸς Καρχηδονίους Hdt.7.158
, cf. 225.5 in the philosophy of Emp., the separative principle in the κόσμος, opp. Φιλότης, 17.8, al., cf. Pl.Sph. 243a, Arist.Metaph. 985a24, etc. (Mostly poet., found in Hdt. and OGI335.119 (Pergam., ii B.C.).)II v. νῖκος.
См. также в других словарях:
συνάπτω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνάπτω Α [ἅπτω] συνδέω, συνενώνω, συναρμόζω νεοελλ. 1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνημμένος, η, ο προσαρτημένος, ενωμένος με άλλον («συνημμένο έγγραφο») 2. φρ. α) «συνάπτω σχέσεις» i) δημιουργώ φιλικές σχέσεις, πιάνω φιλία… … Dictionary of Greek